πρωί

πρωί
1. επίρρ.
1) утром;

εφυγε πρωί — ушёл утром;

2) рано;

ξυπνώ πολύ πρωί — я просыпаюсь очень рано;

πρωί πρωί или πολύ πρωί — или λίαν πρωί — рано-рано, очень рано;

2. (τό )
1) утро;

στίς εννιά το πρωί — в девять часов утра;

από νωρίς το πρωί — с самого утра;

από πολύ πρωί — с раннего утра;

κατά το πρωί — к утру;

τό πρωί — утром;

αύριο το πρωί — завтра утром;

απ' το βράδυ ως το πρωί — всю ночь;

2) дообеденное время (с рассвета до обеда); дневная смена;

δουλεύω το πρωί — работать в дневную смену


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωί" в других словарях:

  • πρωί — πρωΐ ΝΜΑ, και αττ. τ. πρῴ ή πρώ και σε κώδικες πρῶϊ και πρῷ Α επίρρ. χρον. 1. κατά το χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή τού ηλίου ή αμέσως μετά από αυτήν 2. κατά το διάστημα τής ημέρας που μεσολαβεί από την αυγή ώς το μεσημέρι 3. (με άρθρο ως …   Dictionary of Greek

  • πρῶι — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρῷ , πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωί — early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωί — επίρρ. χρον. 1. ο χρόνος γύρω από την ανατολή του ήλιου: Σηκώνομαι πολύ πρωί. 2. το πριν από το μεσημέρι χρονικό διάστημα: Πρωί θα είμαι στο γραφείο. 3. ως ουσ., μόνο ονομαστ. και αιτ. εν., οι άλλες πτώσεις αναπληρώνονται με τη λέξη πρωινό: Όλο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρώι — πρῴ , πρωί early in the day indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷ — πρῶϊ , πρωί early in the day epic (indeclform adverb) πρωί early in the day attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτερον — πρωί early in the day masc acc sg πρωί early in the day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωιαίτατα — πρωί early in the day irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτατα — πρωί early in the day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωίτεροι — πρωί early in the day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»